Αγγλικά » Σλοβενικά

I . faint [feɪnt] ΕΠΊΘ

2. faint (unclear):

3. faint (physically weak):

II . faint [feɪnt] ΡΉΜΑ αμετάβ

omedlevati [στιγμ omedleti]

III . faint [feɪnt] ΟΥΣ

Παραδειγματικές φράσεις με faintest

to not have the faintest [idea]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "faintest" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina