ex·clude [ɪksˈklu:d, eks-] ΡΉΜΑ μεταβ
1. exclude (not include):
-
izključevati [στιγμ izključiti]
2. exclude (keep out):
-
prepovedovati [στιγμ prepovedati vstop]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.