Αγγλικά » Σλοβενικά

I . el·bow [ˈelbəʊ] ΟΥΣ

1. elbow ΑΝΑΤ:

komolec αρσ

2. elbow μτφ:

elbow (in a pipe)
koleno n
zavoj αρσ
ovinek αρσ

II . el·bow [ˈelbəʊ] ΡΉΜΑ μεταβ to elbow sb

ˈel·bow grease ΟΥΣ

ˈel·bow room ΟΥΣ

1. elbow room (space to move):

[manevrski] prostor αρσ

2. elbow room μτφ:

svoboda θηλ [odločanja]

ten·nis ˈel·bow ΟΥΣ no πλ ΙΑΤΡ

Παραδειγματικές φράσεις με elbowed

she elbowed him in the ribs

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "elbowed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina