I . ap·ply <-ie-> [əˈplaɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. apply:
II . ap·ply <-ie-> [əˈplaɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. apply (use):
-
uporabljati [στιγμ uporabiti]
-
pritiskati [στιγμ pritisniti]
-
uveljavljati [στιγμ uveljaviti]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.