I.pipe [βρετ pʌɪp, αμερικ paɪp] ΟΥΣ
6. pipe ΝΑΥΣ:
- fischietto αρσ
II.pipes ΟΥΣ
III.pipe [βρετ pʌɪp, αμερικ paɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pipe (carry):
- piped water
2. pipe (transmit):
- music is piped throughout the store
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.