counsellor, counselor [βρετ ˈkaʊns(ə)lə, αμερικ ˈkaʊns(ə)lər] ΟΥΣ
2. counsellor αμερικ ΣΧΟΛ:
3. counsellor αμερικ ΝΟΜ:
4. counsellor αμερικ (in holiday camp):
- capogruppo αρσ θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.