intemperance [βρετ ɪnˈtɛmp(ə)r(ə)ns, αμερικ ɪnˈtɛmp(ə)rəns] ΟΥΣ
1. intemperance (of language, person):
- intemperanza θηλ
2. intemperance (act):
- intemperanza θηλ
3. intemperance (of weather):
- inclemenza θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.