going-over <πλ goings-over> [βρετ, αμερικ ˈˌɡoʊɪŋ ˈˌoʊvər] ΟΥΣ οικ
1. going-over (examination):
- revisione θηλ
2. going-over (cleaning):
- going-over (of room, house)
- pulita θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.