fuelled στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για fuelled στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

II.fuel <forma in -ing ecc. fuelling, fuelled, fueling, fueled αμερικ> [βρετ fjuː(ə)l, αμερικ ˈfju(ə)l] ΡΉΜΑ μεταβ

fuelled στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για fuelled στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για fuelled στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

fuelled Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski