I.bust2 <παρελθ/μετ παρακειμ bust or busted> [βρετ bʌst, αμερικ bəst] ΡΉΜΑ μεταβ οικ
2. bust police:
6. bust αμερικ horse:
7. bust οικ balloon, bubble, tyre:
II.bust2 <παρελθ/μετ παρακειμ bust or busted> [βρετ bʌst, αμερικ bəst] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
2. bust:
- bust dam: