bushranger [βρετ ˈbʊʃreɪn(d)ʒə, αμερικ ˈbʊʃˌreɪndʒər] ΟΥΣ
1. bushranger αμερικ (backwoodsman):
2. bushranger αυστραλ (outlaw):
- fuorilegge αρσ θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.