I.Japanese [βρετ dʒapəˈniːz, αμερικ ˌdʒæpəˈniz] ΕΠΊΘ
Japanese culture, industry:
II.Japanese <πλ Japanese> [βρετ dʒapəˈniːz, αμερικ ˌdʒæpəˈniz] ΟΥΣ
1. Japanese (person):
- giapponese αρσ θηλ
2. Japanese before ουσ:
- giapponese αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.