I.tedesco <πλ tedeschi, tedesche> [teˈdesko, ski, ske] ΕΠΊΘ
- Svizzera -a
- German-speaking Switzerland
II.tedesco (tedesca) <πλ tedeschi, tedesche> [teˈdesko, ski, ske] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. tedesco (persona):
- tedesco dell'Est, dell'Ovest ΙΣΤΟΡΊΑ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.