I.undo <3rd pers sing pres undoes, μετ ενεστ undoing, παρελθ undid, μετ παρακειμ undone> [αμερικ ˌənˈdu, βρετ ʌnˈduː] ΡΉΜΑ μεταβ
1. undo (unfasten):
- desamarrar λατινοαμερ excl RíoPl
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.