subsidize [αμερικ ˈsəbsəˌdaɪz, βρετ ˈsʌbsɪdʌɪz] ΡΉΜΑ μεταβ
1. subsidize (support with money):
- subsidiar λατινοαμερ
2. subsidize <subsidized, μετ παρακειμ >:
- subsidiado λατινοαμερ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.