I.slop <μετ ενεστ slopping; παρελθ, μετ παρακειμ slopped> [αμερικ slɑp, βρετ slɒp] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ
1. slop (spill):
2. slop (splash):
II.slop <μετ ενεστ slopping; παρελθ, μετ παρακειμ slopped> [αμερικ slɑp, βρετ slɒp] ΡΉΜΑ μεταβ
III.slop [αμερικ slɑp, βρετ slɒp] ΟΥΣ
2. slop οικ (sentimental rubbish):
- sensiblería θηλ