escutcheon [αμερικ əˈskətʃən, βρετ ɪˈskʌtʃ(ə)n, ɛˈskʌtʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. escutcheon (shield):
- blasón αρσ
2. escutcheon (of lock):
- escutcheon, a. ecutcheon plate
- escudete αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.