I.quit <μετ ενεστ quitting, παρελθ & μετ παρακειμ quit or quitted> [αμερικ kwɪt, βρετ kwɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. quit (give up) esp αμερικ :
2. quit (leave):
II.quit <μετ ενεστ quitting, παρελθ & μετ παρακειμ quit or quitted> [αμερικ kwɪt, βρετ kwɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. quit (stop):
- I quit!