qualify στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για qualify στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

II.qualify <qualifies qualifying qualified> [αμερικ ˈkwɑləˌfaɪ, βρετ ˈkwɒlɪfʌɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. qualify (gain professional qualification):

qualify
qualify
qualify
recibirse λατινοαμερ
to qualify as sth
to qualify as sth
recibirse de algo λατινοαμερ
espera recibirse de arquitecto el año que viene λατινοαμερ

Μεταφράσεις για qualify στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
to qualify sb for sth
to qualify
these bonds qualify for 15% tax exemption αμερικ
these bonds qualify for 15% tax relief βρετ
these bonds do not qualify for tax exemption αμερικ
these bonds do not qualify for tax relief βρετ
to qualify
to qualify
to qualify for sth
to qualify
here you'd have to qualify it by saying
to qualify
to qualify

qualify στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για qualify στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για qualify στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

qualify Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to qualify sb to do sth
to qualify a remark
to qualify for sth
to qualify for sth (be eligible)
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文