I.holiday [αμερικ ˈhɑləˌdeɪ, βρετ ˈhɒlɪdeɪ] holidays ΟΥΣ
1. holiday (day):
- fiesta θηλ
2. holiday (period away from work) esp βρετ :
- vacaciones θηλ πλ
3. holiday βρετ:
- vacaciones θηλ πλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.