I.fling <παρελθ & μετ παρακειμ flung> [αμερικ flɪŋ, βρετ flɪŋ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fling (throw violently):
- the protesters were flung into a cell
2. fling glance/insult:
II.fling <παρελθ & μετ παρακειμ flung> [αμερικ flɪŋ, βρετ flɪŋ] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.fling [αμερικ flɪŋ, βρετ flɪŋ] ΟΥΣ
1.2. fling οικ (wild time):
2. fling (throw):
- lanzamiento αρσ