embroidery <pl embroideries> [αμερικ əmˈbrɔɪd(ə)ri, βρετ ɪmˈbrɔɪd(ə)ri, ɛmˈbrɔɪd(ə)ri] ΟΥΣ U or C
2. embroidery (imaginary details):
- florituras θηλ πλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.