dissociation [αμερικ dɪˌsoʊʃiˈeɪʃ(ə)n, dɪˌsoʊsiˈeɪʃ(ə)n, βρετ dɪˌsəʊʃɪˈeɪʃ(ə)n, dɪˌsəʊsɪˈeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ U
1. dissociation:
- disociación θηλ
2. dissociation (from opinion, act):
- desvinculación θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.