I.wrench [αμερικ rɛn(t)ʃ, βρετ rɛn(t)ʃ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. wrench (pull):
3. wrench <wrenching, μετ ενεστ > sobs:
II.wrench [αμερικ rɛn(t)ʃ, βρετ rɛn(t)ʃ] ΟΥΣ
1.1. wrench (twist, pull):
- tirón αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.