Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „working-spouse“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

ˈwork·ing-spouse ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ

working-spouse surcharges, restrictions:

working-spouse

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文