Αγγλικά » Γερμανικά

wisp [wɪsp] ΟΥΣ

1. wisp (small bundle):

Büschel ουδ
wisps of cloud μτφ
wisps of cloud μτφ
Haarsträhne θηλ
wisps of smoke μτφ

2. wisp (person):

Strich αρσ χιουμ οικ
ein Strich αρσ in der Landschaft χιουμ οικ

will-o'-the-wisp [ˌwɪləðəˈwɪsp] ΟΥΣ

1. will-o'-the-wisp (light):

Irrlicht ουδ

2. will-o'-the-wisp μτφ (elusive thing):

Trugbild ουδ
Phantom ουδ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

wisps of cloud μτφ
wisps of smoke μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "wisps" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文