Αγγλικά » Γερμανικά

ˈwise·crack·ing ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ

wisecracking

I . wise·crack [ˈwaɪzkræk] ΟΥΣ

II . wise·crack [ˈwaɪzkræk] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

he's always wisecracking

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "wisecracking" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文