Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „vociferate“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

I . vo·cif·er·ate [və(ʊ)ˈsɪfəreɪt, αμερικ voʊˈ-] ΡΉΜΑ αμετάβ

II . vo·cif·er·ate [və(ʊ)ˈsɪfəreɪt, αμερικ voʊˈ-] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to vociferate [loudly/violently] [against sth]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文