Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „unhesitating“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

un·hesi·tat·ing [ʌnˈhezɪteɪtɪŋ, αμερικ -t̬ɪŋ] ΕΠΊΘ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

an unhesitating reaction/response

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "unhesitating" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文