Αγγλικά » Γερμανικά

trounc·ing [ˈtraʊn(t)sɪŋ] ΟΥΣ usu ενικ οικ

trounce [traʊn(t)s] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

1. trounce (beat):

2. trounce (rebuke):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be given a trouncing

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "trouncing" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文