Αγγλικά » Γερμανικά

tax·ing [ˈtæksɪŋ] ΕΠΊΘ

1. taxing (burdensome):

taxing
taxing
taxing
CH a. streng οικ

I . tax <pl -es> [tæks] ΟΥΣ

II . tax [tæks] ΟΥΣ modifier

tax (advantages, declaration, progression):

tax
Steuer-

wage(s) tax ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

ˈafter-tax ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

ˈback tax ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

be·ˈfore-tax ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ

ˈbet·ting tax ΟΥΣ

cas·ˈcade tax ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

ˈcom·pa·ny tax ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文