Αγγλικά » Γερμανικά

tax-de·ˈduct·ed ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

tax-deducted
quellenbesteuert προσδιορ
tax-deducted
nach Abzug der Quellensteuer nach ουσ ειδικ ορολ
tax-deducted income

tax deducted at source ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

tax deducted at source βρετ, αυστραλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
tax-deducted income

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文