Αγγλικά » Γερμανικά

sol·dier·ing [ˈsəʊlʤərɪŋ, αμερικ ˈsoʊl-] ΟΥΣ no pl

soldiering
Leben ουδ als Soldat [o. in der Armee]
to go soldiering
to go soldiering

I . sol·dier [ˈsəʊlʤəʳ, αμερικ ˈsoʊlʤɚ] ΟΥΣ

2. soldier μτφ (active member):

Aktivist(in) αρσ (θηλ)
Streiter αρσ Christi

II . sol·dier [ˈsəʊlʤəʳ, αμερικ ˈsoʊlʤɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ

ˈfoot sol·dier ΟΥΣ

1. foot soldier ΣΤΡΑΤ:

Infanterist(in) αρσ (θηλ)

2. foot soldier μτφ:

Fußvolk ουδ kein pl

gallant soldier ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to go soldiering

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "soldiering" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文