Αγγλικά » Γερμανικά

slewed [slu:d] ΕΠΊΘ κατηγορ dated αργκ

slewed
blau οικ

slew1 [slu:] ΡΉΜΑ

slew παρελθ of slay

Βλέπε και: slay

slay1 <slew, slain> [sleɪ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. slay λογοτεχνικό απαρχ (kill):

einen Drachen erlegen λογοτεχνικό
einen Feind bezwingen λογοτεχνικό

2. slay αμερικ (murder):

slew2 [αμερικ slu:] ΟΥΣ αμερικ οικ

Haufen αρσ οικ

I . slew3 [slu:] βρετ, αυστραλ ΡΉΜΑ αμετάβ

II . slew3 [slu:] βρετ, αυστραλ ΡΉΜΑ μεταβ

III . slew3 [slu:] βρετ, αυστραλ ΟΥΣ Η/Υ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "slewed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文