Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „sickie“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

sickie [ˈsɪki] ΟΥΣ

1. sickie παιδ γλώσσ οικ (sick person):

sickie
Kranke(r) θηλ(αρσ)

2. sickie βρετ οικ (sick leave):

sickie
Krankheitstag αρσ
sickie
Krankenstandstag αρσ A
to take a sickie

3. sickie οικ (crazy person):

sickie
Geistesgestörte(r) θηλ(αρσ)
sickie
Verrückte(r) θηλ(αρσ)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to take a sickie

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "sickie" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文