Αγγλικά » Γερμανικά

se·ques·ter·ing [sɪˈkwestərɪŋ] ΟΥΣ no pl ΧΗΜ

sequestering
Maskierung θηλ
sequestering agent

se·ques·ter [sɪˈkwestəʳ, αμερικ -ɚ] ΡΉΜΑ μεταβ usu passive

1. sequester ΝΟΜ (temporarily confiscate):

etw beschlagnahmen [o. τυπικ konfiszieren]
τυπικ sequestrieren

2. sequester αμερικ (isolate):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sequestering agent

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "sequestering" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文