Αγγλικά » Γερμανικά

re·prov·ing [rɪˈpru:vɪŋ] ΕΠΊΘ τυπικ

reproving
reproving
to look reproving

re·prove [rɪˈpru:v] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to look reproving

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文