Αγγλικά » Γερμανικά

pow·er of at·ˈtor·ney <pl powers of attorney> ΟΥΣ ΝΟΜ

2. power of attorney (document):

Bevollmächtigung θηλ ειδικ ορολ
Prokura θηλ ειδικ ορολ

individual power of attorney ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

joint power of attorney ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ

Ειδικό λεξιλόγιο

portfolio power of attorney ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

unlimited power of attorney ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

power of attorney granted to a bank ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Prokura θηλ ειδικ ορολ

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "power of attorney" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文