Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „pitifulness“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

piti·ful·ness [ˈpɪtifəlnəs, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl

pitifulness
pitifulness
the pitifulness of a predicament
the pitifulness of a situation
the pitifulness of a tragedy

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

the pitifulness of a predicament
the pitifulness of a situation
the pitifulness of a tragedy

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "pitifulness" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文