Αγγλικά » Γερμανικά

official broker ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς

Ειδικό λεξιλόγιο
amtliche(r) (Kurs)Makler(in) αρσ (θηλ)

official exchange broker ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο
Kursmakler(in) αρσ (θηλ)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Official brokers or middle-men were the only ones who were allowed to buy and sell the products.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文