Αγγλικά » Γερμανικά

multiply tenfold ΡΉΜΑ μεταβ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

multiply tenfold ΡΉΜΑ αμετάβ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
May their tribe multiply tenfold in our bureaucracy.
opinion.inquirer.net
The number of difficult passengers seemed to multiply tenfold.
www.dailymail.co.uk

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文