Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „monochronic“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

mono·chron·ic [ˌmɒnə(ʊ)ˈkrɒnɪk, αμερικ ˌmɑ:nəˈkrɑ:nɪk] ΕΠΊΘ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

monochronic personality [or type]

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
A monochronic culture, more concerned with time, deadlines and schedules, tends to grow impatient and want to rush to close the deal.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文