Αγγλικά » Γερμανικά

maul·ing [ˈmɔ:lɪŋ, αμερικ esp ˈmɑ:l-] ΟΥΣ

mauling
Verriss αρσ
to get a mauling from sb

maul [mɔ:l, αμερικ esp mɑ:l] ΡΉΜΑ μεταβ

2. maul μειωτ:

3. maul (criticize):

etw verreißen οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to get a mauling from sb

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "mauling" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文