Αγγλικά » Γερμανικά

I . ˈjack·knife ΟΥΣ

1. jackknife (knife):

Klappmesser ουδ

2. jackknife ΑΘΛ:

Hechtsprung αρσ

jack·knife ˈdive ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

the truck jackknifed on the icy road

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
The drivers of the car and the tractor-trailer that jackknifed were not hurt.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文