Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „infamy“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

in·fa·my [ˈɪnfəmi] ΟΥΣ

1. infamy no pl (notoriety):

infamy
Verrufenheit θηλ
to earn one's infamy τυπικ

2. infamy (shocking act):

infamy
Niederträchtigkeit θηλ μειωτ
infamy
Gemeinheit θηλ μειωτ
infamy
Infamie θηλ μειωτ τυπικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to earn one's infamy τυπικ

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文