Αγγλικά » Γερμανικά

inability to pay ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

inability to pay interest ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文