Αγγλικά » Γερμανικά

I . home-ˈschool·ing esp αμερικ ΟΥΣ no pl

home-schooling

II . home-ˈschool·ing esp αμερικ ΟΥΣ modifier

ˈhome-school ΡΉΜΑ μεταβ esp αμερικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

home-schooling parents

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文