Αγγλικά » Γερμανικά

half-cocked [-ˈkɒkt, αμερικ -ˈkɑ:kt] ΕΠΊΘ

1. half-cocked (pistol):

half-cocked

2. half-cocked esp αμερικ:

to go off half-cocked (fail) plan
to go off half-cocked party
ein Reinfall sein οικ
to go off half-cocked (act prematurely) person

half-ˈcock ΟΥΣ

1. half-cock (on pistol):

2. half-cock esp αμερικ (go wrong):

ein Reinfall sein οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to go off half-cocked (act prematurely) person

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "half-cocked" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文