Αγγλικά » Γερμανικά

ha·bitu·at·ed [həˈbɪtʃueɪtɪd, αμερικ -t̬ɪd] ΕΠΊΘ κατηγορ τυπικ

to be habituated to sth
to be habituated to doing sth
to become habituated [to sth]
sich αιτ [an etw αιτ ] gewöhnen

ha·bitu·ate [həˈbɪtʃueɪt] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to become habituated [to sth]
sich αιτ [an etw αιτ ] gewöhnen
to be habituated to doing sth

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "habituated" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文