Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „gestate“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

I . ges·tate [ʤesˈteɪt, αμερικ ˈʤesteɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. gestate (be pregnant):

gestate animal
gestate animal
gestate human being

2. gestate (develop):

gestate
sich αιτ entwickeln

II . ges·tate [ʤesˈteɪt, αμερικ ˈʤesteɪt] ΡΉΜΑ μεταβ

1. gestate (carry in womb):

to gestate a baby

2. gestate (develop) plan:

to gestate sth
in sich δοτ reifen lassen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to gestate a baby

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "gestate" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文